Βοηθώντας κακοποιημένους γονείς μέσα από τη Μη-Βίαιη Αντίσταση

Haim Omer: Καθηγητής Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Tel Aviv, ψυχοθεραπευτής, ακαδημαϊκός ερευνητής, γνωστός για τη δημιουργία και ανάπτυξη του παραδείγματος της Νέας Εξουσίας.

Μετάφραση: Ελένη Ξανθοπούλου, Φανή Τριανταφύλλου,
Επιμέλεια: Σοφία Κατερινάκη, Δημήτρης Φιλοκώστας

Στα κλινικά πλαίσια οι γονείς δε θεωρούνται πλέον ως βοηθοί στη θεραπεία των παιδιών τους: είναι αυτοδίκαια πελάτες. Ούτως ή άλλως, ο πόνος του γονιού δεν είναι λιγότερο πραγματικός και δικαιούται ισάξια βοήθεια με αυτήν του παιδιού του. Αυτή η θέση ισχύει προφανώς για τις οικογένειες, στις οποίες οι γονείς κακοποιούνται από το παιδί τους. Η βελτίωση της ευημερίας των γονιών σε αυτές τις οικογένειες όχι μόνο είναι έντονα δικαιολογημένη αλλά υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ωφελήσει και το παιδί, ειδικά αν οι βελτιώσεις επιτευχθούν μέσα από μια μέθοδο σχεδιασμένη να αυξήσει τη γονεϊκή παρουσία με έναν μη-βίαιο και μη-κλιμακούμενο τρόπο. Αυτό αποπειράται να πετύχει η εκπαίδευση των γονιών στη μη-βίαιη αντίσταση (ΜΒΑ).

Η ΜΒΑ αρχικά αναπτύχθηκε στην κοινωνικοπολιτική αρένα. Ομάδες που ήταν πολιτικά σε μειονεκτική θέση και ήταν ηθικά αντίθετες στη χρήση βίας στον αγώνα τους εναντίον της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης – αλλά που ένιωθαν ότι ο διάλογος και η πειθώ από μόνα τους ήταν αναποτελεσματικά- ανέπτυξαν μια ποικιλία από μη-βίαιες μεθόδους για να συντονίσουν τον αγώνα τους. Η πιο σημαντική αυθεντία στην ιστορία, τις αρχές και τις στρατηγικές της μη-βίαιης αντίστασης είναι ο Gene Sharp (1973, 2005), ο οποίος έχει περιγράψει την οπτική της προσέγγισης και την επίδρασή της σε αναρίθμητες αντιπαραθέσεις στη σύγχρονη ιστορία. Η ΜΒΑ ως προσέγγιση γονεϊκής εκπαίδευσης αναπτύχθηκε μέσα από μια συστηματική υιοθέτηση των μεθόδων που έχουν περιγραφεί από τον Sharp στο οικογενειακό πεδίο, προκειμένου να βοηθηθούν οι γονείς στην αντιμετώπιση των επιθετικών, δυσπροσαρμοστικών και/ή αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών των παιδιών τους.

Η λογική της χρήσης της μεθόδου της μη-βίαιης αντίστασης (ΜΒΑ)

Η θεωρητική και κλινική λογική της χρήσης της μεθόδου ΜΒΑ σε κακοποιημένους γονείς συνδέεται με έναν αριθμό παραγόντων:

Ανημπόρια

Οι κακοποιημένοι (όπως και οι κακοποιητικοί) γονείς συχνά θεωρούν ότι έχουν λιγότερη δύναμη σε σχέση με το παιδί τους (Bugentaletal., 1989·Bugentaletal., 1997) και νιώθουν εκ προοιμίου ηττημένοι, όταν χρειάζεται να αντέξουν ανάρμοστες απαιτήσεις ή να ορθώσουν ανάστημα στις συγκρούσεις. Κάποιοι από αυτούς τους γονείς διαχειρίζονται την απογοήτευσή τους αντιδρώντας τιμωρητικά ή βίαια στο παιδί τους, ενώ άλλοι συνέχεια προσαρμόζονται στις απαιτήσεις του παιδιού και άλλοι αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στην επιθετικότητα και την προσαρμογή (Chamberlain&Patterson, 1995). Η εκπαίδευση στη ΜΒΑ μειώνει τη γονεϊκή ανημπόρια, τη γονεϊκή υποταγή και τη γονεϊκή βία- τις τρεις αρνητικές γονεϊκές αντιδράσεις που συντηρούν τον κύκλο της βίας (Lavi-Levavi, Schachar, &Omer, 2013·Olleffsetal., 2009·Weinblatt&Omer, 2008).

Κλιμάκωση

Ο κύκλος της βίας θρέφεται από τους δύο τύπους κλιμάκωσης που έχουν περιγραφεί από τον Bateson (1972): τη συμπληρωματική κλιμάκωση, κατά την οποία η γονεϊκή υποταγή αυξάνει τις απαιτήσεις του παιδιού και την κακοποίηση και την αμοιβαία κλιμάκωση, κατά την οποία η εχθρότητα επιφέρει εχθρότητα και η κακοποίηση πολλαπλασιάζεται. Η ΜΒΑ έχει σχεδιαστεί ειδικά για να αντιμετωπίσει και τα δυο είδη κλιμάκωσης (Omer, 2004).

Δύναμη και έλεγχος

Δεν ισχύει ότι δε νομιμοποιούνται όλα τα είδη χρήσης της δύναμης. Ο Gandhi, ο πιο ασυμβίβαστος απόστολος της μη-βίας, επέμενε ότι οι απαιτήσεις ή οι εκκλήσεις που δεν υποστηρίζονται από τη δύναμη της αντίστασης δεν έχουν μεγάλη επιρροή (Sharp, 1973, 2005). Συνεπώς, η γλώσσα της ΜΒΑ είναι αποκλειστικά γλώσσα αγώνα. Η φιλοσοφία της ΜΒΑ υποστηρίζει ότι όταν ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων παραιτείται από τη μάχη για λόγους αρχής τότε τελικά συμβάλλει στη συνέχιση της βίας. Όμως, η μάχη θα πρέπει να είναι μη- βίαιη. Αυτός που αντιστέκεται μη-βίαια θα πρέπει να αποφεύγει κάθε μορφή φυσικής ή λεκτικής βίας και να απέχει από δράσεις ή εκφράσεις που έχουν σκοπό την υποτίμηση ή την προσβολή. Επομένως, μιλάμε ανοιχτά για τη μάχη των γονιών ενάντια στις κακοποιητικές συμπεριφορές του παιδιού τους, αλλά αυτή η «μάχη» είναι εμφανώς διαφορετική από αυτό που κοινώς εννοείται από αυτή τη λέξη, γιατί:

α) οι γονείς δεσμεύονται για μία αυστηρά μη-βίαιη και μη-υποτιμητική στάση

β) οι γονείς αναλαμβάνουν την ευθύνη του δικού τους ρόλου στη διαδικασία της κλιμάκωσης

γ) ο στόχος των γονιών είναι να προστατεύσουν τον εαυτό τους, να αντισταθούν στις βίαιες συμπεριφορές του παιδιού και –όσο είναι εφικτό- να προστατεύσουν το παιδί από τη δική του βία (αυτό έρχεται σε αντίθεση με την πιο συνηθισμένη μορφή «μάχης», κατά την οποία το άτομο έχει στόχο να νικήσει τον αντίπαλο)

δ) οι γονείς διατηρούν και ενισχύουν τα θετικά στοιχεία της σχέσης γονιού – παιδιού, ενώ συνεχίζουν τον αγώνα τους εναντίον της βίας του παιδιού.

Αυτά τα χαρακτηριστικά δικαιολογούν την άποψή μας ότι η γονεϊκή μη- βίαιη αντίσταση είναι μια περισσότερο εποικοδομητική, παρά μια καταστροφική μάχη (Alon & Omer, 2006). Στη ΜΒΑ οι γονείς έχουν στόχο όχι τόσο να ελέγξουν τις καταστροφικές συμπεριφορές του παιδιού όσο να αντισταθούν σε αυτές. Όπως έχει καταδειχθεί από τον Gandhi, ένα βασικό αξίωμα της ΜΒΑ είναι ότι δεν μπορούμε να καθορίσουμε την αντίδραση του αντιπάλου – παρά μόνο τη δική μας. Το να δεσμευόμαστε στη ΜΒΑ με την προσδοκία ότι ο αντίπαλος θα ελαττώσει αμέσως τη βία ή την καταπίεση είναι μια αυταπάτη. Η επίδραση της ΜΒΑ γίνεται εμφανής πρώτα από όλα στην πλευρά που αντιστέκεται, καθώς αυτοί που αντιστέκονται ξεπερνούν την ανημπόρια, ανακτούν την αυτοπεποίθησή τους και μαθαίνουν πώς να μετατρέπουν την απογοήτευσή τους σε παραγωγική δράση. Αυτές οι διαδικασίες δημιουργούν μια καινούρια κατάσταση, μέσα στην οποία η βία και η καταπίεση παλεύουν να επιβιώσουν. Το ίδιο εφαρμόζεται και στην προσέγγισή μας στην εκπαίδευση των γονιών: οι γονείς μαθαίνουν να αντιστέκονται στην επιθετικότητα του παιδιού τους καθώς αναπτύσσουν αντοχή, ελέγχουν τις δικές τους αντιδράσεις και μαθαίνουν πώς να αντιμετωπίσουν την κλιμάκωση. Το μήνυμά μας στους γονείς είναι: Δεν χρειάζεται να νικήσετε, αρκεί να αντισταθείτε. Καθώς γίνονται ικανοί να αντιστέκονται, οι γονείς αντιμετωπίζουν τον πόνο και την ταπείνωση προτού το παιδί μειώσει τη βίαιη συμπεριφορά του. Αλλά όσο μειώνονται οι συνθήκες που συντηρούν τη βία του παιδιού τόσο μειώνεται και η βία του.

Εξοικείωση

Όποιος παρατηρήσει μια οικογένεια όπου οι γονείς υποφέρουν από κακοποίηση, θα εντυπωσιαστεί από το γεγονός ότι οι γονείς συχνά μοιάζουν να δέχονται παθητικά ξεδιάντροπες προσβολές και επιθέσεις. Συχνά ο εξωτερικός παρατηρητής νιώθει την αγανάκτηση που μοιάζει να λείπει από τους γονείς. Αυτή η εμφανώς παθητική αποδοχή είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας εξοικείωσης (Patterson, Dishion&Bank, 1984). Οι γονείς, αφού επανειλημμένα νιώσουν ότι είναι ανήμποροι να αλλάξουν τον κύκλο της κακοποίησης, αναπτύσσουν την αμέσως επόμενη καλύτερη τεχνική επιβίωσης: μαθαίνουν να μην την παρατηρούν.

Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον ύπουλο παράγοντα της εξοικείωσης, οι γονείς πρέπει να ευαισθητοποιηθούν ξανά απέναντι στην κακοποίηση του παιδιού τους. Η υπερνίκηση της εξοικείωσης και της παθητικής αποδοχής αποτελεί έναν από τους πρώτους στόχους της ΜΒΑ στο πολιτικό πεδίο: ο καταπιεσμένος πρέπει να βοηθηθεί να ξανά-βιώσει την αγανάκτηση και την ελπίδα. Στην πραγματικότητα αυτά τα δύο πηγαίνουν μαζί: η ελπίδα της αντίστασης επιτρέπει στον καταπιεσμένο να αισθανθεί ηθική αγανάκτηση και το αντίστροφο. Αυτή η διπλή διαδικασία διατρέχει και τη γονεϊκή εκπαίδευση στη ΜΒΑ: οι γονείς ευαισθητοποιούνται ξανά, ώστε να παρατηρούν την κακοποίηση και να την ονομάζουν ως τέτοια, ενώ ταυτόχρονα μαθαίνουν να αντιδρούν σε αυτήν μη βίαια.

Παρουσία

Η ΜΒΑ είναι ιδιαίτερα συναφής με τον γονεϊκό ρόλο, γιατί είναι το μοναδικό είδος μάχης που συντελείται μέσα από την επαφή και την παρουσία. Οι στρατηγικές της ΜΒΑ στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο λειτουργούν κυρίως μέσα από την προσωπική παρέμβαση αυτών που αντιστέκονται και την επίμονη παρουσία τους με τρόπους που αναχαιτίζουν τους μηχανισμούς καταπίεσης. Κλασσικά παραδείγματα περιλαμβάνουν τον αγώνα του Γκάντι απέναντι στο βρετανικό μονοπώλιο αλατιού παρελαύνοντας μέχρι τη θάλασσα με χιλιάδες ακολούθους του, προκειμένου να εξορύξει το αλάτι με τα ίδια του τα χέρια· η καθαίρεση της ρατσιστικής διάκρισης στα λεωφορεία της Αλαμπάμα μέσα από την αποφασιστική δράση ενός μικρότερου αριθμού Μαύρων αντιστεκόμενων, οι οποίοι επιβιβάστηκαν στο λεωφορείο και κάθισαν στις θέσεις που προορίζονταν για τους Λευκούς· και οι αναρίθμητες περιπτώσεις κατάληψης εργοστασίων από τους υπό εκμετάλλευση εργάτες, οι οποίοι δέθηκαν στις μηχανές, κάνοντας έτσι ορατή την επιμονή τους στην απεργία με το ίδιο τους το σώμα.

Οι γονείς μαθαίνουν να πηγαίνουν αυτοπροσώπως στον χώρο όπου ο έφηβος εκδηλώνει καταστροφικές πράξεις και πραγματοποιούν καθιστική διαμαρτυρία, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν και να αντισταθούν στις απαράδεκτες πράξεις του παιδιού τους. Σε όλο αυτό, το μήνυμα που μεταδίδεται από τους γονείς είναι: Είμαστε οι γονείς σου. Δεν θα παρακαμφθούμε, δεν θα αγνοηθούμε, δεν θα ανεχτούμε την ταπείνωση, δεν θα παραλύσουμε. Η ΜΒΑ απορρίπτει εξουσιαστικές πρακτικές που βασίζονται στην απόσταση και στον φόβο και αντιθέτως δίδει έμφαση στην παρουσία – κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περιπτώσεις παιδιών με κακοποιητική συμπεριφορά όπου είναι ιδιαίτερα ισχυρός ο πειρασμός να αποφύγει κανείς τη βία παίρνοντας απόσταση.

Υποστήριξη, ειλικρίνεια και διαφάνεια

Σε αντίθεση με κρυφές κινήσεις αντίστασης, η ΜΒΑ απορρίπτει την μυστικότητα και αγκαλιάζει τη διαφάνεια και τη δημοσιότητα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτήν την επιλογή, όπως τους περιγράφει ο Sharp (1973, 2005):

– Η ανοιχτότητα είναι ο μόνος τρόπος για να κινητοποιήσεις ευρεία υποστήριξη.

– Η δημοσιότητα επηρεάζει τρίτα πρόσωπα ή ακόμα και άτομα από το στρατόπεδο της βίας, ώστε να πάρουν ξεκάθαρη θέση εναντίον της βίας και της καταστροφικότητας.

– Η διαφάνεια αυξάνει τη δέσμευση στη μη-βία όσων αντιστέκονται, για την οποία μπορεί να αμφιταλαντεύονταν αν η αντίσταση συντονιζόταν πίσω από το πέπλο της μυστικότητας.

– Η μυστικότητα προέρχεται από τον φόβο και συχνά διαιωνίζει το φόβο.

Σεβασμός και συμφιλίωση

Ηγέτες σαν τον Ghandi και τον Luther King δε συμβιβάζονταν μόνο με την απουσία της βίας: απαιτούσαν (από τους εαυτούς τους και από τους οπαδούς τους) οι πράξεις αντίστασης να συνοδεύονται, όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατό, από πραγματικό σεβασμό για τον αντίπαλο. Αυτή η θέση δε χαρακτηρίζει κάθε κίνημα μη βίαιης αντίστασης και κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι τέτοιες απαιτήσεις μπορεί να αποτρέψουν πιθανούς οπαδούς (Sharp, 1973). Πάντως, υπάρχει μια βαθιά λογική στη θέση του Ghandi και του Luther King που προέρχεται από την υπόθεση ότι ο αντίπαλος δεν είναι φτιαγμένος από μια στόφα. Οι πράξεις σεβασμού και συμφιλίωσης επομένως εξυπηρετούν στην ενδυνάμωση των θετικών φωνών μέσα στο στρατόπεδο της βίας: αντίθετα, η αποφυγή τέτοιων πράξεων ή οι ταπεινωτικές συμπεριφορές θα ενισχύσουν τις βίαιες φωνές. Στο πλαίσιο των σχέσεων γονιού – παιδιού αυτό το επιχείρημα είναι ιδιαίτερα βάσιμο. Η βασική μας υπόθεση είναι ότι η αγάπη συνεχίζει να υπάρχει ανάμεσα στους γονείς και στο κακοποιητικό παιδί, ακόμα και αν κάποιες στιγμές θάβεται κάτω από την κακοποίηση. Οι γονεϊκές πράξεις σεβασμού και συμφιλίωσης (που δεν περιλαμβάνουν την υποταγή) βασίζονται επομένως σε ήδη υπάρχοντα συναισθήματα αυξάνοντας την πιθανότητα ότι αυτά τα συναισθήματα μπορεί να τροφοδοτήσουν θετικές αλληλεπιδράσεις. Στο πρόγραμμά μας συχνά οι γονείς αναφέρουν ότι η πρωτοβουλία από την πλευρά τους για πράξεις συμφιλίωσης (πχ μηνύματα εκτίμησης, συμβολικές κινήσεις, πρόταση για κοινές δραστηριότητες, αναγνώριση λαθών του παρελθόντος) ενδυναμώνει την αποφασιστικότητά τους να αντισταθούν περισσότερο παρά την αποδυναμώνει. Οι κινήσεις συμφιλίωσης τούς απαλλάσσουν από τον ρόλο «των κακών» και τους επιτρέπουν να προχωρήσουν σε βήματα αντίστασης χωρίς ενοχή.

Αντίσταση στην κακοποίηση με ΜΒΑ: πρακτικά βήματα

1. Αύξηση συνειδητότητας

Το πρώτο βήμα στο πρόγραμμα είναι να βοηθήσουμε τους γονείς να συνειδητοποιήσουν το γεγονός ότι είναι θύματα κακοποίησης και ότι μπορούν και πρέπει να αντισταθούν απέναντι στην κακοποίηση με μη-βίαιους τρόπους. Η διαδικασία αύξησης της συνειδητότητας που αφορά 1. στο γεγονός της κακοποίησης και 2. Στη δυνατότητα αντίστασης είναι μία και η αυτή. Μέσα από την ενημέρωση ότι υπάρχει η δυνατότητα της μη-βίαιης αντίστασης, οι γονείς μπορούν να αντιληφθούν την κακοποίηση με τρόπους που δεν οδηγούν πλέον σε περισσότερη κλιμάκωση και απελπισία. Μια απλή υποστήριξη της αγανάκτησης των γονιών εναντίον της κακοποίησης, χωρίς να προσφέρουμε μια δημιουργική επιλογή αντίστασης, μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολικές αντιδράσεις που στην πραγματικότητα θα ενισχύσουν τον κύκλο της σύγκρουσης. Για αυτόν το λόγο είναι ζωτικής σημασίας να συντονίζουμε τη διαδικασία της αύξησης της συνειδητότητας σε διπλό επίπεδο: βοηθώντας στην ανάδυση της επίγνωσης ότι στη βία μπορεί να υπάρξει αντίσταση με μη βίαιο τρόπο και ευαισθητοποιώντας ξανά τους γονείς στις συνθήκες κακοποίησης. Ένα από τα σημαντικά στοιχεία αυτής της διαδικασίας είναι να καταδείξουμε στους γονείς πώς οι παρορμητικές αντιδράσεις μπορούν να τροφοδοτήσουν τον κύκλο του εξαναγκασμού που συντελεί στη βία, επειδή προσφέρουν στο παιδί μια δικαιολογία προκειμένου να συνεχίσει να συμπεριφέρεται βίαια.

2. Εκπαίδευση στην αντι-κλιμάκωση

Η κακοποίηση του γονιού από το παιδί συνήθως δεν προκύπτει από το τίποτα: συνήθως έχει προηγηθεί ένα συναισθηματικό κρεσέντο, το οποίο έχει ακούσια υποστηριχθεί από τις αντιδράσεις των γονιών. Κατά τη διάρκεια των θεραπευτικών συνεδριών εξετάζονται οι συνθήκες κλιμάκωσης και διαμορφώνονται και προβάρονται αντιδράσεις που εκφράζουν αυτοέλεγχο (Omer, 2004· Weinblatt & Omer, 2008).

Κλινικό περιστατικό: Jerry
Ο Jerry (12 ετών) είχε καλή κοινωνική προσαρμογή, τον συμπαθούσαν στον προσκοπισμό και στην ομάδα ποδοσφαίρου και ήταν ένας μέσος μαθητής στο σχολείο. Όμως, στο σπίτι η συμπεριφορά του ήταν ολότελα διαφορετική: ήταν υπερβολικά απαιτητικός και προσβλητικός απέναντι στη μητέρα του χρησιμοποιώντας βίαιες απειλές και πράξεις εναντίον της και αγνοούσε τον πατέρα του, ο οποίος κάποιες στιγμές είχε αντιδράσει στη βίαιη συμπεριφορά του χτυπώντας τον. Τώρα, όταν ο πατέρας προσπαθούσε να παρέμβει κατά τη διάρκεια των βίαιων αλληλεπιδράσεων του Jerry με τη μητέρα του, ο Jerry του βούλωνε το στόμα με προκλητικό τρόπο («σου μίλησε κανείς;», «σου ζήτησε κανείς τη γνώμη σου;») και απειλούσε ότι θα καλούσε την αστυνομία, αν τον άγγιζε ο πατέρας του. Από τη στιγμή που ο πατέρας του είχε αντιδράσει στην κακοποίησή του χτυπώντας τον, ο Jerry είχε μαζί του πάντα ένα νυστέρι που του το είχε κάνει δώρο ένας φίλος του, γιος χειρουργού. Ο Jerry είχε δείξει το νυστέρι στη μητέρα του σε κάποια περίσταση σαν απειλή για να υπογραμμίσει τις απαιτήσεις του.

Μια λεπτομερής συνέντευξη με τους γονείς του Jerry δεν ανέδειξε καμιά ιστορία βίας από τον πατέρα του Jerry απέναντί του ή από κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας, μέχρι τα γεγονότα του προηγούμενου χρόνου, κατά τα οποία ο πατέρας ένιωσε ότι «ωθήθηκε στο να αντιδράσει όπως αντέδρασε». Ο πατέρας του Jerry ένιωθε ότι η βία του γιου του και ο δικός του εξοστρακισμός τον είχε απογυμνώσει από τον πατρικό του ρόλο: ένιωθε ολοένα περισσότερο περιθωριοποιημένος και ανήμπορος.

Η αύξηση της επίγνωσης των γονιών ότι η κακοποιητική συμπεριφορά του Jerry συντηρούνταν μέσα από την ανοχή της μητέρας και της αμφιταλάντευσης του πατέρα ανάμεσα στην εξαναγκαστική παθητικότητα και στις παρορμητικές αντιδράσεις, αποτέλεσε τον πρώτο θεραπευτικό στόχο. Αυτή η διαδικασία επιτελέσθηκε μαζί με μια εισαγωγή στη ΜΒΑ. Οι πράξεις του Jerry πήραν την ταμπέλα «κακοποίηση» και «βία» και ζητήθηκε από τους γονείς του να γράψουν μια λεπτομερή λίστα με τις πράξεις του Jerry απέναντί τους ή στα αδέρφια του, που ήταν τυπικά κακοποιητικές. Όπως συχνά συμβαίνει σε αυτήν τη φάση της επαν-ευαισθητοποίησης, οι γονείς εκπλήσσονται καθώς ανακαλύπτουν πόσο συχνές και οδυνηρές είναι οι κακοποιητικές συμπεριφορές, όχι μόνο για τους ίδιους αλλά και για τα άλλα παιδιά τους.

Έχουμε επινοήσει τρεις φράσεις που απεικονίζουν τη στάση της μη- κλιμάκωσης της ΜΒΑ, που θα πρέπει οι γονείς να έχουν στον νου τους:

– Στο κρύο κολλάει το σίδερο! (και όχι στη βράση).

– Δεν μπορείτε να ελέγξετε το παιδί, παρά μόνο τον εαυτό σας!

– Δεν χρειάζεται να νικήσετε, αλλά μόνο να επιμείνετε!

Καθεμιά από τις τρεις αυτές φράσεις μεταφέρει ένα ειδικό νόημα στην κατάσταση της κακοποίησης. Η πρώτη έκφραση (Στο κρύο κολλάει το σίδερο!) έχει σχεδιαστεί, για να βοηθήσει τους γονείς να υπερβούν την τάση τους να αντιδρούν άμεσα απέναντι στις απαράδεκτες συμπεριφορές του παιδιού τους. Η λογική είναι ότι οι άμεσες αντιδράσεις προκύπτουν όταν η διέγερση είναι πολύ υψηλή και αυξάνουν το ρίσκο της κλιμάκωσης. Κάθε επιθυμία, απαίτηση ή πρόβλημα που πυροδότησε την κακοποιητική αλληλεπίδραση, τώρα ορίζεται ως κάτι που θα πρέπει να του δοθεί προσοχή μόνο όταν «το σίδερο κρυώσει». Οι γονείς μαθαίνουν να παίρνουν μια βαθιά ανάσα, να αναβάλλουν τον πειρασμό για άμεση δράση και να αναπτύσσουν σχεδιασμένους τρόπους αντίστασης στην κακοποίηση και στις ανάρμοστες απαιτήσεις που συνδέονται με αυτήν. Οι γονείς δε μένουν παθητικοί τη στιγμή της κακοποίησης, αλλά αντιδρούν με τρόπους που σηματοδοτούν την καινούρια τους στάση. Για παράδειγμα, ένας λεκτικά κακοποιημένος γονιός μπορεί να πει στο παιδί του: «Δεν θα αντιδράσω τώρα σε αυτό που λες, αλλά θα σκεφτώ πώς μπορώ να προστατεύσω τον εαυτό μου καλύτερα και θα επανέλθω σε αυτό το θέμα αργότερα». Το παιδί μπορεί να αντιδράσει χλευαστικά, αλλά οι γονείς ξέρουν ότι το εννοούν. Μετά από μία ή δύο φορές κατά τις οποίες ο γονιός εκφράζει μια προετοιμασμένη και καθυστερημένη απάντηση, το παιδί καταλαβαίνει ότι ο γονιός δεν είναι πλέον ένα παθητικό θύμα. Σε πιο επείγουσες περιπτώσεις, όταν το παιδί εκδραματίζει μια σωματική επίθεση, ο γονιός θα πρέπει να αποφύγει την επίθεση και να αρχίσει να επικοινωνεί με υποστηρικτές. Σε αρκετές περιπτώσεις ο υπό επίθεση γονιός (συνήθως η μητέρα ενός εξαιρετικά βίαιου εφήβου) κλείνεται σε ένα δωμάτιο ή στο μπάνιο και καλεί κάποιους υποστηρικτές από το τηλέφωνο. Η προετοιμασία των υποστηρικτών από πριν για μια τέτοια εξέλιξη μετατρέπει την αρνητική κρίση σε μια έκφραση αντίστασης.

Η δεύτερη έκφραση (Δεν μπορείτε να ελέγξετε το παιδί, παρά μόνο τον εαυτό σας!) έχει στόχο να τροποποιήσει κυρίαρχες στάσεις (όπως, «εγώ είμαι το αφεντικό!»), που συχνά μετατρέπουν τη σχέση γονιού – παιδιού σε παιχνίδι χάνεις-κερδίζω, κερδίζεις-χάνω (Bugental, Lyon & Cortez, 1997). H στροφή από την προσπάθεια να ελέγξεις τον άλλον προς την άσκηση αυτοελέγχου είναι ένα στοιχείο κλειδί από το πακέτο των ικανοτήτων που μαθαίνουν οι γονείς στη ΜΒΑ γονεϊκή εκπαίδευση (Lavi-Levavi, Schahar & Omer, 2013· Omer, 2004· Weinblatt & Omer, 2008). Οι γονείς μαθαίνουν να λένε ξεκάθαρα: «Δεν μπορώ να ελέγξω το στόμα σου (ή τα χέρια σου), αλλά μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου». Η έμφαση στον αυτοέλεγχο περισσότερο παρά στον έλεγχο του παιδιού αλλάζει μια κεντρική πλευρά της κλιμάκωσης των κακοποιητικών αλληλεπιδράσεων: η προσπάθεια να σταματήσεις ένα λεκτικά κακοποιητικό παιδί φωνάζοντάς του: «Σκάσε!» συνήθως εκλαμβάνεται ως πρόσκληση από το παιδί για να δείξει στον γονιό ότι κάνει λάθος. Στη ΜΒΑ ο καταναγκασμός για έλεγχο αντικαθίσταται από το καθήκον για αντίσταση. Όταν αντιστεκόμαστε γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν έχουμε κανέναν έλεγχο επάνω στον άλλον, αλλά η θετική δύναμη που μεταδίδεται με την αντίσταση είναι πιο σημαντική από την ειλικρινή αναγνώριση από τους γονείς ότι δεν έχουν τον απόλυτο έλεγχο επάνω στο παιδί.

Η τρίτη έκφραση (Δεν χρειάζεται να νικήσετε, αλλά μόνο να επιμείνετε!) είναι στην πραγματικότητα μια σύνθεση των άλλων δύο εκφράσεων: ενώνει τον παράγοντα χρόνο με την αποκήρυξη του ελέγχου. Το μήνυμα της επιμονής είναι ένα καλό αντίδοτο στην αίσθηση του απόλυτου επείγοντος που επιδεινώνεται από μια κακοποιητική αλληλεπίδραση. Στη θεραπεία οι γονείς βοηθιούνται να αναπτύξουν ένα χρονοδιάγραμμα που εκτείνεται σε μέρες, εβδομάδες και μήνες, αντί για λεπτά. Αυτό όχι μόνο διευκολύνει τους γονείς να προστατέψουν τους εαυτούς τους, αλλά επίσης προσφέρει στο παιδί μια άγκυρα που ίσως οι γονείς σταδιακά να μπορέσουν να αξιοποιήσουν, για να το σταθεροποιήσουν (Omer et al., 2013). Σε μια αλληλεπίδραση κλιμάκωσης η παρορμητική τάση του παιδιού πολλαπλασιάζεται από αυτήν των γονιών του. Έχουμε περιγράψει αλλού μια παρόμοια κατάσταση κατά την οποία το άγχος του παιδιού πολλαπλασιάζεται από το άγχος των γονιών, έτσι ώστε το παιδί μπορεί να πανικοβληθεί (Lebowitz & Omer, 2013). Στη θεραπεία μας για γονείς κακοποιητικών (όπως επίσης και αγχωμένων) παιδιών βοηθούμε τους γονείς να το αντιμετωπίσουν εκφράζοντας ένα νέο μήνυμα: «Νομίζαμε ότι δεν μπορούσαμε να αντέξουμε την κακοποίησή σου (ή το άγχος σου). Τώρα μπορούμε να αντέξουμε, και είμαστε σίγουροι ότι και εσύ μπορείς να αντέξεις την ορμή σου».

3. Η ανακοίνωση

Κατά τη διάρκεια των πρώτων συνεδριών βοηθάμε τους γονείς να ετοιμάσουν μια ημι-επίσημη «ανακοίνωση», με την οποία δηλώνουν στο παιδί τους ότι θα αντισταθούν στην κακοποίηση και δεν θα την κρατούν πλέον μυστική. Η ανακοίνωση εκπληρώνει συγκεκριμένους στόχους:

– Λειτουργεί ως ένα γεγονός ανοίγματος, σχεδόν ως μια τελετουργία μετάβασης προς μια καινούρια φάση της οικογενειακής ζωής.

– Διατυπώνει ανοιχτά τις προθέσεις των γονιών, νομιμοποιώντας έτσι τις πράξεις τους.

– Εισάγει τους γονείς σε μια καινούρια μορφή αλληλεπίδρασης, κατά την οποία δηλώνουν τη θέση τους για τον αυτοέλεγχο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μηνεξαρτώνται από τη σύμφωνη γνώμη του παιδιού.

– Λέει στο παιδί ότι οι γονείς δε θα κρατήσουν πλέον το πρόβλημα μυστικό.

– Παρουσιάζει ένα ενωμένο μέτωπο απέναντι στο παιδί (στις περιπτώσεις που αυτό είναι δυνατό, οι γονείς θα πρέπει να κάνουν από κοινού την ανακοίνωση. Όταν ένας γονιός είναι μόνος του, τότε μπορεί να βοηθηθεί να κάνει την ανακοίνωση έχοντας έναν υποστηρικτή παρόντα στη διαδικασία).

Οι γονείς παρουσιάζουν την ανακοίνωση προφορικά αλλά ΚΑΙ σε γραπτή μορφή, συνήθως μέσα στο δωμάτιο του παιδιού. Εδώ παρατίθεται ένα τυπικό παράδειγμα:

Αγαπητέ Τομ,

δε θα δεχόμαστε πλέον καμία κακοποιητική συμπεριφορά εκ μέρους σου. Δε θα είμαστε πλέον παθητικοί αλλά θα αντιστεκόμαστε σε απειλές, σωματική βία και βρισιές με όλες μας τις δυνάμεις και με κάθε δυνατό τρόπο, εκτός από το να σε χτυπάμε. Δε θα είμαστε μόνοι, αλλά θα πάρουμε βοήθεια από όποιον θέλει να μας βοηθήσει. Έχουμε καταλάβει ότι η βία δεν αποτελεί ένα ιδιωτικό γεγονός και αυτό μας δίνει το δικαίωμα να ζητήσουμε μια τέτοια βοήθεια. Το κάνουμε αυτό, γιατί δε θέλουμε να σε χάσουμε ή να επιτρέψουμε στη βία να δηλητηριάσει τις ζωές μας. Με αγάπη οι γονείς σου.

Με τη βοήθεια του θεραπευτή οι γονείς δοκιμάζουν τον τρόπο που θα κάνουν την ανακοίνωση και τον τρόπο να αναπτύξουν μη-κλιμακούμενες αντιδράσεις απέναντι στις αντιδράσεις του παιδιού τους. Συχνά οι γονείς λένε: «Δε θα συμφωνήσει ποτέ», «Θα το σκίσει», «Θα φύγει μακριά». Αυτή είναι μια εξαιρετική ευκαιρία να γίνει ξεκάθαρο ότι η ΜΒΑ δεν εξαρτάται από τη σύμφωνη γνώμη του παιδιού. Έτσι, αν το παιδί αρνηθεί να ακούσει ή να διαβάσει, οι γονείς αφήνουν την ανακοίνωση στο τραπέζι. Αν το παιδί σκίσει το φύλλο, οι γονείς μπορούν να πουν: «Δεν περιμέναμε να συμφωνήσεις. Σου το δίνουμε αυτό, για να είμαστε εντάξει μαζί σου, ώστε να γνωρίζεις τι πρόκειται να κάνουμε». Όταν οι γονείς επιτυγχάνουν να κάνουν την ανακοίνωση μέσα σε αυτό το πνεύμα (και οι περισσότεροι τα καταφέρνουν), βρίσκονται ήδη στο δρόμο της μη-βίαιης αντίστασης.

4. Η ομάδα υποστήριξης

Όποτε αυτό είναι εφικτό, κάνουμε μια συνάντηση υποστηρικτών. Κατά την προετοιμασία για αυτήν τη συνάντηση βοηθάμε τους γονείς να γράψουν ένα μήνυμα στους υποστηρικτές, δίνοντας μια σύντομη περιγραφή του προβλήματος και ζητώντας τη βοήθειά τους. Ακολουθεί ένα τυπικό παράδειγμα:

Αγαπητή Silvia και Jack,

όπως γνωρίζετε, η Mary είναι πολύ κακοποιητική και βίαιη απέναντί μας και ειδικά απέναντι στη Silvia. Ακολουθούμε πλέον συνεδρίες συμβουλευτικής γονέων, στις οποίες μαθαίνουμε να αντιστεκόμαστε στη βία της Mary με αποφασιστικούς, αλλά αυστηρά μη βίαιους τρόπους. Τώρα καταλαβαίνουμε ότι παραμένοντας μόνοι και διατηρώντας το πρόβλημα μυστικό, δυσχεραίνουμε την κατάσταση. Έτσι θα θέλαμε να σας προσκαλέσουμε σε μια συνάντηση υποστηρικτών μαζί με τον θεραπευτή μας. Επίσης θα χαιρόμασταν πολύ, αν θα μπορούσατε να μας επισκεφτείτε στο σπίτι κάποια στιγμή μέσα στις επόμενες εβδομάδες και, αν συμφωνεί και η Mary, να είχατε μια σύντομη συζήτηση μαζί της. Αν δε συμφωνήσει, μπορείτε να της αφήσετε ένα σύντομο γραπτό μήνυμα. Σε κάθε περίπτωση, η επίσκεψή σας θα είναι εξαιρετικά σημαντική για εμάς. Οι φίλοι σας Albert και Jenny

Πολλοί γονείς δυσκολεύονται με τη δημοσιοποίηση, γιατί νιώθουν ντροπή και γιατί φοβούνται ότι αυτό μπορεί να είναι επιβλαβές για το παιδί τους ή ότι μπορεί να πυροδοτήσει μια βίαιη αντίδραση από το παιδί τους. Η αντιμετώπιση τέτοιων ενστάσεων αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους και μια από τις δεξιότητες του θεραπευτή ΜΒΑ. Η επιστράτευση άλλων γονιών που πρόσφατα έχουν δεχθεί τη θεραπεία μπορεί να είναι πολύ βοηθητική στο να πεισθούν οι γονείς που είναι καινούριοι στο πρόγραμμα. Σε περιπτώσεις που δεν πραγματοποιείται η συνάντηση με τους υποστηρικτές, οι υποστηρικτές μπορούν να επιστρατευθούν σε ατομικό επίπεδο. Τυπικοί υποστηρικτές μπορεί να είναι παππούδες, γιαγιάδες και άλλα μέλη της ευρύτερης οικογένειας, φίλοι των γονιών και μερικές φορές γονείς των φίλων του παιδιού. Οι υποστηρικτές δεν είναι αναγκαίο να ζουν κοντά, διότι η βοήθειά τους μπορεί να προσφερθεί από το τηλέφωνο ή μέσω email. Συχνά έχουμε αξιοποιήσει υποστηρικτές που ζουν σε άλλες χώρες, ειδικά με οικογένειες μεταναστών: η βοήθεια από παππούδες ή άλλα μέλη της ευρύτερης οικογένειας που καλούν από χώρα του εξωτερικού για να μιλήσουν με το κακοποιητικό παιδί μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματική.

Βήματα αντίστασης

Η πλειονότητα των βημάτων αντίστασης μπορεί να συνοψισθεί σε τρεις κατηγορίες: α) τεκμηρίωση και εμπλοκή των υποστηρικτών, β) καθιστικές διαμαρτυρίες, γ) σχεδιασμένη απόσυρση υπηρεσιών.

α) Καταγραφή και εμπλοκή των υποστηρικτών

Το ίδιο το γεγονός, ότι οι υποστηρικτές έχουν ενημερωθεί για την κακοποίηση και ότι έχει γίνει ξεκάθαρο στο παιδί ότι έχουν ενημερωθεί και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να βοηθήσουν, συγκροτεί μια σημαντική πράξη αντίστασης. Κανένα παιδί ή έφηβος δεν έχει ανοσία στην κοινή γνώμη, παρόλο που πολλοί μπορεί να προσπαθούν να επιδεικνύουν αδιαφορία.

Ο καλύτερος τρόπος να προχωρήσουν οι γονείς είναι να ξεκινήσουν να τεκμηριώνουν τη βία – γραπτά ή με οπτικά μέσα – όταν το παιδί συμπεριφέρεται βίαια. Δε συνιστούμε να καταγράφουν οι γονείς την κακοποίηση τη στιγμή που εμφανίζεται, γιατί αυτό συχνά οδηγεί σε κλιμάκωση. Η καταγραφή και η φωτογράφιση είναι καλύτεροι τρόποι, γιατί μπορούν να μεταφερθούν όταν το σίδερο έχει κρυώσει. Τα τεκμήρια μετά αποστέλλονται στους υποστηρικτές, οι οποίοι αργότερα τηλεφωνούν στο παιδί. Δεν είναι απαραίτητο όλοι οι υποστηρικτές να καλέσουν το παιδί: ένας ή δύο κάθε φορά είναι αρκετοί. Πάντως, είναι σημαντικό οι γονείς να πουν στο παιδί τους ότι δεν κρατούν τα γεγονότα μυστικά και ότι θα στείλουν τα τεκμήρια σε οποιονδήποτε θεωρούν κατάλληλο. Ζητείται από τους υποστηρικτές συγκεκριμένα να απευθυνθούν στο παιδί με θετικό τρόπο, αλλά να ξεκαθαρίσουν ότι γνωρίζουν τι συνέβη, ότι βλέπουν τη συμπεριφορά του ως βίαιη και απαράδεκτη και ότι πιστεύουν ότι το παιδί μπορεί να ξεπεράσει τη βία. Εδώ παρουσιάζεται ένα τυπικό τηλεφώνημα από παππού που ζει στο εξωτερικό:

Γεια σου Μαρκ, είμαι ο παππούς! Η μαμά σου μου τηλεφώνησε το απόγευμα. Ξαφνιάστηκα, γιατί ήξερα ότι ήταν πολύ αργά το βράδυ στο Τελ-Αβίβ, καθώς η διαφορά ώρας από εδώ είναι έξι ώρες. Μου είπε για τον καβγά που είχατε και με τι βρισιές την αποκάλεσες. Επίσης μου είπε ότι πέταξες το πιάτο σου με το φαγητό στο πάτωμα. Το ξέρεις ότι σ’ αγαπώ και ανυπομονώ για την επίσκεψή σου το καλοκαίρι. Αλλά αυτό πρέπει να σταματήσει. Είναι βία και είναι κακοποίηση. Αν είσαι θυμωμένος με τη μαμά σου, μπορείς να μου τηλεφωνείς και εγώ θα σε βοηθώ να ηρεμήσεις. Αλλά απλώς δεν μπορείς να συνεχίσεις έτσι. Σε εμπιστεύομαι και είμαι σίγουρος ότι μπορείς να διαχειριστείς αυτές τις καταστάσεις με καλύτερο τρόπο… Ναι, καταλαβαίνω ότι έχεις παράπονα, και είμαι διαθέσιμος να σε βοηθήσω να βρεις μια λογική λύση. Αλλά το να δέρνεις και να βρίζεις δε μπορεί να είναι μέρος καμιάς τέτοιας λύσης. Θα είμαι σε επικοινωνία μαζί σου και θα ζητήσω από τη μαμά σου να με ενημερώνει καθημερινά.

Στη θεραπεία σημαντική προσοχή αποδίδεται στο να προετοιμάζονται οι γονείς για την αντιμετώπιση των αντιδράσεων του παιδιού τους. Αυτή η προετοιμασία ενδυναμώνει πάρα πολύ τους γονείς. Όταν οι γονείς προσκαλούν υποστηρικτές με έναν σχεδιασμένο τρόπο και καταφέρνουν πλέον να αντέχουν τις αρνητικές αντιδράσεις, τότε αλλάζουν. Μάλλον δεν υπάρχει μια άλλη παρέμβαση σε όλο το ρεπερτόριο της ΜΒΑ που να έχει τόσο μεγάλη επίδραση στους γονείς και στην κακοποιητική αλληλεπίδραση.

β) Καθιστική διαμαρτυρία

Η καθιστική διαμαρτυρία έρχεται να αποτελέσει χαρακτηριστικό της ΜΒΑ στις οικογένειες, μάλλον γιατί είναι εμβληματική της ΜΒΑ στην κοινωνικο- πολιτική αρένα. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η καθιστική διαμαρτυρία είναι ένα μέτρο αντίστασης και όχι ένα βήμα πειθαρχίας που χρησιμοποιείται για να αλλάξει άμεσα τη συμπεριφορά του παιδιού. Στην πραγματικότητα, η καθιστική διαμαρτυρία επηρεάζει περισσότερο τους γονείς από ό,τι το παιδί: κατά την προετοιμασία της καθιστικής διαμαρτυρίας, με τη δημιουργία πιθανών σεναρίων για την ανάπτυξή της και την οργάνωσή της με έναν τρόπο αυτοελέγχου, οι γονείς αποκτούν μεγάλη «εξειδίκευση» στη ΜΒΑ. Για αυτό, η καθιστική διαμαρτυρία μπορεί να θεωρηθεί ως εκπαίδευση σε ένα πλαίσιο πραγματικής ζωής.

Στην καθιστική διαμαρτυρία οι γονείς μπαίνουν στο δωμάτιο του παιδιού (ένας μόνος γονιός μπορεί να συνοδεύεται από κάποιον υποστηρικτή αυτοπροσώπως ή μέσω κάποιας τεχνολογίας), κάθονται και λένε στο παιδί: «Είμαστε εδώ, γιατί δεν προτιθέμεθα πλέον να δεχόμαστε την κακοποιητική συμπεριφορά που εμφάνισες σήμερα. Θα καθίσουμε εδώ και θα περιμένουμε μια πρόταση σχετική με το πώς αυτή η κακοποίηση θα μπορούσε να τελειώσει». Μετά από αυτό το άνοιγμα, οι γονείς παραμένουν σιωπηλοί, όσο γίνεται καλύτερα και για όσο αντέχουν. Στην προετοιμασία, ο θεραπευτής μπορεί να βοηθήσει τους γονείς να αναπτύξουν τρόπους αντιμετώπισης τυπικών αντιδράσεων στην καθιστική διαμαρτυρία, όπως είναι οι σωματικές επιθέσεις και απόπειρες διωγμού τους, αγνόησής τους ή χλευασμού τους (Omer, 2004,2011). Η καθιστική διαμαρτυρία συνήθως διαρκεί μεταξύ 30 λεπτών και 1 ώρας. Αν το παιδί παρουσιάσει μια πρόταση, τότε μπορεί να ξεκινήσει διάλογος. Αν όχι, τότε οι γονείς έχουν δεχθεί τη συμβουλή να μην παρουσιάσουν κάποια δική τους πρόταση.

Η επιτυχία της καθιστικής διαμαρτυρίας δεν είναι το αν θα προτείνει κάτι το παιδί, αλλά η ετοιμότητα των γονιών να την πραγματοποιήσουν. Αφού έχει διεξαχθεί η καθιστική διαμαρτυρία, ο θεραπευτής εξετάζει ενδελεχώς την αναφορά των γονιών, δίδοντας έμφαση στα θετικά σημεία και εστιάζοντας στην εμπειρία που είχαν επιδεικνύοντας την παρουσία τους με έναν αποφασιστικό τρόπο. Αυτό συχνά δημιουργεί μια καινούρια αυτο-επίγνωση, κατά την οποία οι γονείς αποκτούν περισσότερη συνείδηση σχετικά με τη δύναμή τους και «υπνωτίζονται» λιγότερο από τις αρνητικές αντιδράσεις του παιδιού τους.

Κλινικό περιστατικό
Μια παχύσαρκη, μόνη μητέρα μιας βίαιης 15χρονης κόρης οργάνωσε μια καθιστική διαμαρτυρία, αφού η κόρη της την είχε κλωτσήσει και της είχε κλέψει τα χρήματά της. Είχε την υποστήριξη του αδερφού της από το τηλέφωνο, τον οποίο η κόρη σεβόταν. Η μητέρα κάθισε σε μια καρέκλα που μπλόκαρε την πόρτα. Η κόρη, που σε άλλη περίπτωση θα είχε επιτεθεί στη μητέρα, αποθαρρύνθηκε από το να το κάνει, γιατί ο θείος της άκουγε. Αντιθέτως, προσπάθησε σιωπηλά να σπρώξει τη μητέρα της, αλλά η μητέρα κόλλησε στο πάτωμα. Μετά από λίγα λεπτά η κόρη παραιτήθηκε, ψιθύρισε αρκετές βρισιές και ξάπλωσε στο κρεβάτι με το πρόσωπο προς τον τοίχο. Η μητέρα παρέμεινε στο δωμάτιο για μια ολόκληρη ώρα και εντελώς σιωπηλή. Κατά τη διάρκεια της επόμενης θεραπευτικής συνεδρίας, η μητέρα ανέφερε την εμπειρία της καθιστικής διαμαρτυρίας και ξαφνικά άρχισε να χαμογελάει. Ο θεραπευτής τη ρώτησε για αυτό και η μητέρα είπε: « Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που δε μετάνιωσα που δεν έκανα δίαιτα!». Η εμπειρία της καθιστικής διαμαρτυρίας έγινε έμβλημα για την καινούρια «αίσθηση βάρους» της μητέρας. Παρόλο που δεν έγινε καμία πρόταση και η κόρη επέμεινε να εμφανίζεται μη-συνεργάσιμη, η αίσθηση της μητέρας και η στάση της επηρεάστηκαν θεαματικά.

γ) Σχεδιασμένη απόσυρση υπηρεσιών
Παρόλο που η προσωρινή απόσυρση υπηρεσιών από το επιθετικό παιδί μπορεί να μοιάζει με τις «συνηθισμένες τιμωρίες», το πνεύμα μέσα στο οποίο οργανώνονται στη ΜΒΑ διαφέρει πολύ. Οι υπηρεσίες δεν αποσύρονται ως μια αρνητική ενίσχυση, ώστε να τροποποιηθεί η συμπεριφορά του παιδιού. Πράγματι, οι γονείς ενημερώνονται ειδικά ότι το παιδί τους μπορεί να αρνηθεί να βελτιώσει τη συμπεριφορά του, για να διασώσει την αξιοπρέπειά του και να αποφύγει να νιώσει ότι βρίσκεται στην πλευρά του ηττημένου. Η απόσυρση των υπηρεσιών στη ΜΒΑ λέει στο παιδί (και στους γονείς!) ότι σε ένα πλαίσιο βίας οι υπηρεσίες, που σε άλλη περίπτωση δίνονται με διάθεση και αγάπη, γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Με την προσωρινή άρνηση των υπηρεσιών οι γονείς λένε: «Δε θα είμαστε παθητικά θύματα εκμετάλλευσης». Αν ένας υποστηρικτής απηχεί αυτό το μήνυμα, έχει ακόμα μεγαλύτερη επίδραση. Για παράδειγμα, σε μια περίπτωση με έναν έφηβο που έπαιρνε το αυτοκίνητό τους και ήταν κακοποιητικός προς τους γονείς του, ειπώθηκε από έναν υποστηρικτή: «Ξέρω ότι οι γονείς σου σταμάτησαν να σου δίνουν το αυτοκίνητο για μια εβδομάδα. Το έκαναν αυτό γιατί ένιωσαν, και είχαν δίκιο, ότι είχες ταπεινώσει τη μητέρα σου. Αν δε δείχνεις σεβασμό στη μητέρα σου, οι γονείς σου θα ανακτήσουν την προσωπική τους αξία αρνούμενοι να τους εκμεταλλεύεσαι». Ο υποστηρικτής μετά μπορεί να προτείνει να βοηθήσει στη διαπραγμάτευση μιας αποδεκτής λύσης και για τις δυο πλευρές. Ακόμα και αν η πρόταση δε γίνει αποδεκτή από το παιδί, το μήνυμα δε χάνει την επίδρασή του.

Η απόσυρση των υπηρεσιών λειτουργεί καλύτερα, όταν είναι προσωρινή και όταν δεν καταστρέφει άλλες θετικές αλληλεπιδράσεις με το παιδί. Η απόσυρση δε συνοδεύεται από την άρνηση συνομιλίας με το παιδί, καθώς μια τέτοια άρνηση θα οδηγούσε σε μια επίταση της αμοιβαίας αποστασιοποίησης. Ούτε συνοδεύεται από επιπλέον ρήτρες, όπως: «Δε θα πάρεις το αυτοκίνητο μέχρι να αρχίσεις να συμπεριφέρεσαι με σεβασμό», γιατί ένας τέτοιος όρος θα επέτεινε ακόμα περισσότερο τον πόλεμο. Η απόσυρση των υπηρεσιών είναι στην πραγματικότητα μια συμβολική πράξη διαμαρτυρίας, μέσω της οποίας οι γονείς ξεπερνούν την παθητική τους θυματοποίηση με έναν τρόπο που νομιμοποιείται από το περιβάλλον (πχ τους υποστηρικτές). Όπως και η καθιστική διαμαρτυρία, αποτελεί ένα μέρος ή κομμάτι της διαδικασίας αντίστασης και όχι ένα απλό μέτρο που φέρνει τη συμμόρφωση. Όταν οι γονείς επαναφέρουν την υπηρεσία μπορούν να πουν στο παιδί τους: «Σου το δίνουμε αυτό πίσω, γιατί σε αγαπάμε». Αυτό το μήνυμα μπορεί να ενισχυθεί από έναν υποστηρικτή, ο οποίος μπορεί να πει στο παιδί: «Μίλησα στη μητέρα σου. Δε νιώθει πλέον βαθιά προσβεβλημένη, έτσι νιώθει ότι μπορεί να σου δώσει πίσω το αυτοκίνητο και αισθάνεται καλά μ’ αυτό». Δε χρειάζεται να συμφωνήσει το παιδί – είναι αρκετό που μεταδίδεται το μήνυμα. Με αυτόν τον τρόπο, η επαναφορά των αποσυρμένων υπηρεσιών είναι μια αυθόρμητη χειρονομία συμφιλίωσης. Τέτοιες χειρονομίες είναι πολύ σημαντικές στη ΜΒΑ.

5. Χειρονομίες συμφιλίωσης

Ακόμα και όσο οι γονείς αντιστέκονται επίμονα στη βία και την ταπείνωση, ενθαρρύνονται να εκδηλώνουν χειρονομίες αγάπης και εκτίμησης προς το παιδί τους. Αυτές οι χειρονομίες δεν αποτελούν επιβράβευση μιας καλής συμπεριφοράς αλλά είναι άνευ όρων εκδηλώσεις φροντίδας. Η αξία τους πάντως είναι περισσότερο από συναισθηματική: έχουν σχεδιασθεί για να προσφέρουν στους γονείς τη δυνατότητα να κάνουν κάτι με το παιδί και να ενισχύσουν τις θετικές φωνές στο παιδί. Είναι έτσι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας αντίστασης.

Οι γονείς συνήθως ενίστανται όταν προτείνεται η ιδέα των ελεύθερων χειρονομιών συμφιλίωσης: «Θα σκεφτεί ότι είμαστε αδύναμοι!». Αυτό το σχόλιο προσφέρει την ευκαιρία για μια συζήτηση σχετικά με τη θετική δύναμη. Η θέση της ΜΒΑ είναι ότι η δύναμη των γονιών δεν ορίζεται από την αναγνώριση του παιδιού, αλλά από τις πράξεις των ίδιων των γονιών, από το δίκτυο υποστήριξής τους και τη θέλησή τους να επιμένουν με τρόπους που τους αισθάνονται οι ίδιοι σωστούς, αντί με αντίδραση απέναντι στις διαθέσεις του παιδιού τους. Στο παρακάτω κλινικό παράδειγμα, η μητέρα είχε εκ προοιμίου σχεδιάσει πώς θα αντιδρούσε απέναντι στην άρνηση του παιδιού της. Ήξερε ότι δε θα συνέχιζε τις δυσάρεστες συζητήσεις μαζί του ή να του ζητάει επανειλημμένα να ανοίξει την πόρτα ή να τον κατηγορεί ότι αρνείται την αγάπη της. Αναμένοντας την άρνησή του και λέγοντάς του: «δεν μπορώ να σου επιβάλω να το φας. Το έκανα γιατί σε αγαπώ» και μετά σιωπηλά αποχωρώντας ανέκτησε την αίσθηση ότι μπορεί να τα καταφέρει. Ο γιος της έμεινε με τις προσβολές του κολλημένες στο λαιμό του – και με ένα υγρό, αν ήταν θυμωμένος, στόμα. Μέσα σε δυο εβδομάδες οι θετικές χειρονομίες πρόσθεσαν θετικό βάρος στα μέτρα αντίστασης επιτρέποντας την ανάπτυξη ενός καινούριου κύκλου.

Τα πιο κοινά βήματα συμφιλίωσης είναι τα μηνύματα εκτίμησης, συμβολικά δώρα, προτάσεις ευχάριστων κοινών δραστηριοτήτων, προσφορές μικρών μη αιτουμένων υπηρεσιών, υπενθυμίσεις θετικών γεγονότων του παρελθόντος και η έκφραση μετάνοιας για παρελθόντα γονεϊκά λάθη (Omer, 2004). Oι Jacob etal. (2014) έχουν υποστηρίξει ότι τέτοιες χειρονομίες, όταν εκφράζονται στο πλαίσιο της ΜΒΑ, συχνά μπορούν να ανανεώσουν «τον διάλογο φροντίδας» που πρόσφατα είχε εμποδιστεί από τις δυσκολίες που ενέχει το να είσαι γονιός ενός δύσκολου και επιθετικού παιδιού.

Κλινικό περιστατικό: Shawn
O Shawn (12 ετών) ανέπτυξε μια συμπεριφορά τύπου «χτυπώ και φεύγω» απέναντι στη μητέρα του: ούρλιαζε με προσβολές προς αυτήν και κλειδωνόταν στο δωμάτιό του παίζοντας παιχνίδια στον υπολογιστή επί ώρες. Η μητέρα είχε ήδη σχεδιάσει τη βοήθεια από ένα ζευγάρι φίλων και ένα γείτονα και είχε κάνει καθιστική διαμαρτυρία. Ο Shawn αντέδρασε με το να κλειδωθεί στο δωμάτιό του για ακόμα περισσότερες ώρες. Η μητέρα του χτύπησε την πόρτα του και είπε: «έχω φτιάξει ένα cheese-cake για εσένα», ο Shawn τσίριξε «Δε θέλω κανένα κέικ από εσένα!», η μητέρα του απάντησε: «Οκ, το έκανα γιατί ξέρω πόσο πολύ σου αρέσει. Αλλά δεν μπορώ να σου επιβάλω να το φας. Θα το βάλω στο ψυγείο». Μετά έφυγε χωρίς να πει τίποτα άλλο. Ο Shawn αισθάνθηκε ότι ήταν θέμα τιμής να αγνοήσει την προσφορά της μαμάς του και να αρνηθεί να δοκιμάσει το κέικ. Την επόμενη μέρα η μαμά πέταξε το κέικ. Λίγες μέρες αργότερα, του χτύπησε την πόρτα και η αρχική σκηνή επαναλήφθηκε. Όμως, αυτή τη φορά ο Shawn ένιωσε ότι ο αυτό-σεβασμός του είχε διασωθεί από την αρχική προφορική του άρνηση και το να μη φάει το κέικ πάλι θα ήταν υπερβολικό. Έτσι, όταν η μητέρα του δεν ήταν παρούσα, πήγε στο ψυγείο και έφαγε από το κέικ. Παράλληλα, η προσβλητική συμπεριφορά του Shawn, όπως επίσης και ο χρόνος εγκλεισμού του στο δωμάτιο σταδιακά μειώθηκαν. Πιστεύουμε ότι ένα κομμάτι από το κέικ της μαμάς στο στομάχι του διευκόλυνε κάποια θετική επεξεργασία συμφιλίωσης. Από την πλευρά της μητέρας του, η προσφορά του κέικ και η αποχώρησή της, αφήνοντας τον Shawn στη δική του επίμονη απογοήτευση, της επέτρεψε να νιώσει ότι ήταν ταυτόχρονα μια καλή μητέρα και μια δυνατή μητέρα. Μέρος της ανανεωμένης δύναμης προέκυψε από το γεγονός ότι η αγάπη της δεν εξαρτιόταν πια από τις αντιδράσεις του Shawn. Το παιχνίδι της αμοιβαίας άρνησης είχε σπάσει και η μητέρα του Shawn επίσης ένιωθε ότι ήξερε πώς να προστατέψει τον εαυτό της.